- συναλλάζω
- συναλλάζω βλ. πίν. 23
(μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)
——————Σημειώσεις:συναλλάζω – συναλλάσσομαι : οι έννοιες διαφοροποιούνται.Το συναλλάζω σημαίνει → χρησιμοποιώ διαδοχικά, αλλάζω ρούχα κτλ. Το συναλλάσσομαι → έχω εμπορικές συναλλαγές.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.